- άχωστος
- -η, -ο (Α ἄχωστος, -ον)αυτός που δεν είναι χωσμένος, σκεπασμένος με χώμανεοελλ.άταφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + χωστός < χω (-όω), χώννυμι «συσσωρεύω χώμα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άχωστος — η, ο 1. αυτός που δε σκεπάστηκε με χώμα, ο άταφος: Μερικοί νεκροί έμειναν άχωστοι. 2. αυτός που δεν εισχώρησε κάπου: Το καρφί είναι άχωστο και το κάδρο που θα κρεμάσεις βαρύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄχωστον — ἄχωστος not heaped up masc/fem acc sg ἄχωστος not heaped up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωντανός — ή, ό (Μ ζωντανός, ή, όν) αυτός που βρίσκεται στη ζωή, ο έμψυχος νεοελλ. 1. μτφ. ζωηρός, δραστήριος, ενεργητικός 2. (για εικόνα, περιγραφή ή αφήγηση) παραστατικός, εναργής, ζωηρός («ζωντανή περιγραφή») 3. (για κρέας ή ψάρι) νωπός, πολύ φρέσκος… … Dictionary of Greek